σηραγγώδεις

σηραγγώδεις
σηραγγώδης
full of holes: masc /fem acc pl
σηραγγώδης
full of holes: masc /fem nom /voc pl (attic epic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σηραγγώδεις — σηραγγώδης full of holes masc/fem acc pl σηραγγώδης full of holes masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδης — ες, / σηραγγώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σῆραγξ, αγγος] (για όργανα τού σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ. γ. «σηραγγῶδες νεῡρον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”